- αυγήεις
- αὐγήεις, -εσσα, -εν (Α)ο οξυδερκής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐγήεντα — αὐγήεις bright eyed neut nom/voc/acc pl αὐγήεις bright eyed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՃԱՃԱՆՉ — ( ) NBH 1 410 Chronological Sequence: 8c, 10c ա. πολύφωτος, αὑγήεις lucidissimus, splendidus Ճաճանչագեղ. լուսափայլ. ճառագայթաւէտ. պայծառ. *Նորոգ փայլեցեալ բազմաճաճանչ ծայրարձակութեամբ. Նար. ՟Ղ՟Գ: *Ելանէաք առ բարձրագոյնսն բազմաճաճանչ ճառագայթիցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)